- ἐπίδηλα
- ἐπίδηλοςseen clearlyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοποίκιλος — ον, Μ αυτός που τού αρέσει η ποικιλία, δηλαδή που εμφανίζεται με ποικίλες μορφές, πολυποίκιλος («ὁ πόλεμος οὐκ ἐπίδηλα τὰ κινήματα κέκτηται, ἅτε φιλοποίκιλος ὢν καὶ πολύμορφος», Θεοφύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ποικίλος «πολύμορφος»] … Dictionary of Greek